παρακρούσῃ

παρακρούσῃ
παρακρούσηι , παράκρουσις
striking falsely
fem dat sg (epic)
παρακρούω
strike aside
aor subj mid 2nd sg
παρακρούω
strike aside
aor subj act 3rd sg
παρακρούω
strike aside
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παράκρουση — η στην ψυχοπαθολογία, η λαθεμένη ερμηνεία ακουστικής αντίληψης, η ψυχική διαταραχή που προκαλείται από ακουστικά φαινόμενα: Η φωνητική παράκρουση είναι σοβαρή μορφή παραίσθησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… …   Dictionary of Greek

  • ντεκανταντισμός — Όρος που αρχικά δήλωνε ένα γαλλικό λογοτεχνικό ρεύμα που εμφανίστηκε το 1880 με βάση τις μεταρομαντικές ποιητικές θεωρίες και ως πολεμική εναντίον των παρνασσιακών. Στην πραγματικότητα decadents (παρηκμασμένοι) ονομάστηκαν από τους αντιπάλους… …   Dictionary of Greek

  • παρακρούω — ΝΜΑ πάσχω από παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου νεοελλ. μέσ. παρακρούομαι ναυτ. (για τα ιστία πλοίου) χτυπώ εδώ κι εκεί, παραδέρνω αρχ. 1. διαψεύδω τις ελπίδες κάποιου ξεγελώντας τον, παραπλανώ, εξαπατώ 2. χτυπώ και διώχνω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • εκτροπή — Οπτικό φαινόμενο σχετικό με τη διαδρομή και την παρατήρηση των φωτεινών ακτίνων, οι οποίες παρουσιάζουν φαινομενικές ανωμαλίες ως προς τις προβλεπόμενες τροχιές. γωνία ε. Η γωνία που σχηματίζεται από τη διεύθυνση της προσπίπτουσας ακτίνας σε μία… …   Dictionary of Greek

  • παράκρουσμα — τὸ, Α [παρακρούω] η παράκρουση …   Dictionary of Greek

  • παρακρουσμός — ὁ, Α [παρακρούω] παραφροσύνη, παράκρουση …   Dictionary of Greek

  • παρατροπή — η / δωρ. τ. παρατροπά, ΝΜΑ [παρατρέπω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παρατρέπω, αλλαγή κατευθύνσεως, παρέκκλιση, εκτροπή («οὐκ ἔστιν θανάτου παρατροπὰ μελέᾳ μοι», Ευρ.) 2. παρεκτροπή, λοξοδρόμηση («παρατροπὴ τῆς ὁδοῡ», Διον. Αρεοπ.) 3. (με… …   Dictionary of Greek

  • υποπαρακρούω — Α ὑποπαραληρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + παρακρούω «παθαίνω παράκρουση, υποφέρω από παροδική διαταραχή τού νου»] …   Dictionary of Greek

  • Νερβάλ, Ζεράρ ντε- — (Gιrard de Nerval, Παρίσι 1808 – 1885). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γάλλου συγγραφέα Gιrard Labrunie. Ξεκίνησε ως ρομαντικός, με ποιήματα εξαιρετικής μελωδικότητας και καθαρότητας εννοιών και με μεταφράσεις από τα γερμανικά (μεταξύ των άλλων και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”